Το βράδυ της 17ης Ιουνίου του 1991 ήταν η τελευταία φορά που η οικογένεια του βιομήχανου Μιχάλη Χρυσαφίδη εντοπίζεται ζωντανή από φιλικό τους πρόσωπο. Συγκεκριμένα, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου, προετοιμάζοντας ένα party – έκπληξη για την κόρη της, επισκέπτεται την Ελισάβετ Χρυσαφίδη στο σπίτι της στην Εκάλη ώστε να συζητήσουν λεπτομέρειες για τους καλεσμένους. Η ώρα είναι ήδη περασμένη και λίγο μετά τα μεσάνυχτα, οι δύο κυρίες αποφασίζουν να λήξουν την χαλαρή συνάντησή τους, υποσχόμενες η μια στην άλλη να τηλεφωνηθούν το επόμενο πρωί. Η Παπαλεξανδράτου αποχαιρετώντας την φίλης της Λιζ, τον σύζυγό της αλλά και τους δύο γιούς του ζευγαριού, που έτυχε να βρίσκονται εκείνη την νύχτα στο σπίτι, παίρνει τον δρόμο για την έξοδο.
Οι δύο γυναίκες δεν επικοινώνησαν ποτέ το επόμενο πρωινό. Αλλά και ούτε οι συνεργάτες του κυρίου Χρυσαφίδη από το εργοστάσιο του κατάφεραν να μιλήσουν μαζί του την επόμενη ημέρα, αφού στο τηλεφώνημα που έκαναν στο σπίτι του απάντησε ο οικιακός βοηθός της οικογενείας, Πρασέρτ Σερτουασάνα. O 28χρονος μπάτλερ από την Ταϊλάνδη, που ζούσε εσώκλειστος στην αρχοντική έπαυλη και φρόντιζε την οικογένεια, η οποία λίγο καιρό μετά την γνωριμία τους το 1989 τον αγκάλιασε σαν μέλος της, ενημέρωσε τους πάντες πως ο κ. Χρυσαφίδης με την σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά λείπουν σε διακοπές και θα επιστρέψουν στις 28 του μήνα.
Οι πρώτες ανησυχίες άρχισαν να εκδηλώνονται την στιγμή αμέσως μετά το τηλεφώνημα, καθώς οι συνεργάτες του Μιχάλη Χρυσαφίδη απόρησαν γιατί δεν είχαν ενημερωθεί ποτέ από τον ίδιο για την “ξαφνική” αυτή απόδραση. Το επόμενο πρωί, η σύζυγός του Σερτουασάνα, Ουαζίτα, επισκέφτηκε έντρομη την μητέρα της Κάνυα, στο σπίτι ενός πρέσβη που εργαζόταν ως βοηθός, ενημερώνοντας την πως πρέπει να επιστρέψουν στο πατρικό τους στην Μπανγκόκ καθώς ο πατέρας της ήταν βαριά άρρωστος. Αφού έκλεισαν πρώτα δύο εισιτήρια στο όνομα της Ουαζίτα και του Πρασέρτ, οι δύο γυναίκες επισκέφτηκαν την αδερφή της Κάνυα, Μαλιράτ, για να της πουν ότι και ο δικός τους πατέρας βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, για αυτό και επείγει να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους.
Οι τέσσερις συγγενείς, χωρίς να χάσουν χρόνο, επιστρέφουν στην Ταϊλάνδη την Παρασκευή 21 Ιουνίου με την απογευματινή πτήση. Την ίδια στιγμή, όσοι βρέθηκαν έξω από το σπίτι της οικογένειας Χρυσαφίδη, συναντούσαν ένα χειρόγραφο στην αυλόπορτα που ενημέρωνε τους επισκέπτες για τις υποτιθέμενες διακοπές τους. Τρεις ημέρες αργότερα, οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες έχουν ήδη ενταθεί, αφού η οικογένεια δεν έχει δώσει σημείο ζωής τις τελευταίες επτά ημέρες. Με παρότρυνση του ανιψιού του Μιχάλη Χρυσαφίδη, Αλέξανδρου Μακρίδη, ο γείτονας της οικογενείας, Βασίλης Σαλαπάτας και ο διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης, αποφασίζουν να εισέλθουν στο κλειστό σπίτι μήπως καταφέρουν να επικοινωνήσουν με την οικογένεια στις διακοπές όπου βρίσκονταν.
Οι τρεις άνδρες με την βοήθεια κλειδαρά κατάφεραν να ανοίξουν την κεντρική είσοδο και αυτό που αντίκρισαν δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτό που περίμεναν. Η μυρωδιά της σήψης πότισε το εσωτερικό της έπαυλης, μαρτυρώντας από την πρώτη στιγμή το μακελειό που είχε διαπραχθεί μέσα σε αυτή. Η έντονη δυσωδία ερχόταν κυρίως από τον υπόγειο χώρο της κατοικίας, όπου υπήρχαν τρία ξεχωριστά δωμάτια. Στο πρώτο από αυτά εντόπισαν τον μικρότερο γιο της οικογενείας, τον 16χρονο Μιχάλη, δολοφονημένο και δεμένο χειροπόδαρα κάτω από έναν σορό με κουβέρτες. Δίπλα, κείτονταν νεκροί ο πατέρας μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό, Γιώργο, ενώ στο τρίτο δωμάτιο, η κυρία του σπιτιού, η Λιζ – για τους φίλους – φορώντας ένα πανάκριβο φόρεμα βρισκόταν ξεψυχισμένη και λουσμένη στα αίματα. Η οικογενειακή τραγωδία σόκαρε τους άνδρες, οι οποίοι έσπευσαν να καλέσουν τις αστυνομικές αρχές.
Από την αστυνομική έρευνα, διαλευκανθεί πως οι τέσσερις φόνοι είχαν διαπραχθεί με διαφορά ημέρων, με την τελευταία να σημειώνεται πως συνέβη την ημέρα αναχώρησης του Ταϊλανδού μπάτλερ για την Μπανγκόκ. Από το χρηματοκιβώτιο, που βρισκόταν μέσα στο σπίτι, δεν έλειπαν πολύτιμα αντικείμενα ή χρυσαφικά, ούτε και ομόλογα ή άλλα απαραίτητα έγγραφα, παρά μόνο χρήματα. Οι υποψίες της αστυνομίας για τον ένοχο έπεσαν επάνω στον Σερτουασάνα, παρά τον “ευγενικό και καλοσυνάτο” χαρακτήρα που του απέδιδαν ο περίγυρος της οικογενείας. Ο Ταϊλανδός μπάτλερ δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα μετά την φρικτή υπόθεση δολοφονίας των αφεντικών του, ούτε και κατάφερε να εντοπιστεί από τις αρχές της, οι οποίες παρά τις εκκλήσεις στην αστυνομία της Ταϊλάνδης, δεν κατάφεραν να συνεργαστούν προκειμένου να ανακριθεί ο 28χρονος νεαρός. Η υπόθεση Χρυσαφίδη παρέμεινε ανεξιχνίαστη για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, με τις αρχές να τοποθετούν το εν λόγω έγκλημα στο αρχείο, αφού οι δράστες δεν κατάφεραν ποτέ να καταδικαστούν.
Με πληροφορίες: Μηχανή του χρόνου womantoc.gr